Παρακολουθώντας τις εξελίξεις, τις ανακοινώσεις και τις επιμέρους δηλώσεις για το Κυπριακό σε Λευκωσία και Αθήνα, είναι εύλογο να διερωτώνται οι πολίτες κατά πόσον υπάρχει ολοκληρωμένη στρατηγική για το μείζον αυτό ζήτημα. Και τούτο ενώ το Κυπριακό είναι εδώ και αρκετό καιρό σε τέλμα.
Αρχίζοντας από την Αθήνα σημειώνω ότι σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας επανάλαβε την πάγια θέση της Ελλάδας ότι η μόνη ελληνοτουρκική διαφορά είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών – και ότι αυτό πρέπει να γίνει με βάση το διεθνές δίκαιο. Με αυτήν τη δήλωση εν πολλοίς αποσυνδέεται το Κυπριακό από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Οι δηλώσεις αυτές αντικατοπτρίζουν την πάγια πολιτική των Αθηνών τα τελευταία χρόνια.
Είναι αυτό που επιθυμεί η Αθήνα αλλά και η Λευκωσία; Στο παρελθόν, ιδίως πριν το 1974, υπήρξαν πολλές φορές κινήσεις των Αθηνών οι οποίες προκάλεσαν την αντίδραση της Λευκωσίας. Επιπρόσθετα, για την τραγωδία που έπληξε την Κύπρο όλοι γνωρίζουν ότι η Ελλάδα έχει σοβαρές ευθύνες. Όμως η ιστορική πραγματικότητα δεν αποτελεί λόγο για να μην αναλαμβάνει η Ελλάδα τις συμβατικές αλλά και τις εθνικές της υποχρεώσεις έναντι της Κύπρου.
Το Κυπριακό είναι ένα σύνθετο ζήτημα. Και αναπόφευκτα υφίσταται η ελληνοτουρκική διάσταση. Άλλωστε κατ΄ επανάληψιν Έλληνες και Τούρκοι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ένα καλό κλίμα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι δυνατό να συμβάλει σε ουσιαστική πρόοδο στο Κυπριακό.
Η Ελλάδα θα έπρεπε να ζητά από την Τουρκία να τερματίσει τη στρατιωτική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου και να συμβάλει στην αποκατάσταση της ομαλότητας. Υπενθυμίζεται ότι όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο το 1974 διακήρυξε ότι στόχος της ήταν «η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας». Στα πλαίσια αυτά θα ήταν όχι μόνο λογική αλλά και επιβαλλόμενη η απαίτηση για την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και η επίλυση του Κυπριακού με τρόπο που να διασφαλίζετο η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όμως υπάρχει άλλοθι για την Αθήνα καθώς ούτε στην Λευκωσία υπάρχει ολοκληρωμένη πολιτική για το Κυπριακό. Στην παρούσα συγκυρία ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης επιδιώκει την εμπλοκή της ΕΕ για την επανέναρξη των συνομιλιών και την συμμετοχή σε αυτές υψηλού Ευρωπαίου αξιωματούχου. Συμφώνα με αυτή τη θεώρηση, η βάση των συνομιλιών θα παραμείνει η ίδια και ο στόχος είναι να ξεκινήσουν οι συνομιλίες από εκεί που έμειναν. Επιπρόσθετα, ο Προέδρος Χριστοδουλίδης πιστεύει ότι η διασύνδεση του Κυπριακού με τις ευρωτουρκικές σχέσεις μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για την Τουρκία για να επανέλθει στις συνομιλίες. Ας υποθέσουμε ότι οι στόχοι του Κυπρίου Προέδρου υλοποιούνται. Λαμβάνοντας όμως υπ’ όψιν τις θέσεις της Τουρκίας για δυο κράτη στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγηθούμε σε προτάσεις για μια λύση χαλαρής ομοσπονδίας ή/και συνομοσπονδίας. Βελτιώνει την υφιστάμενη κατάσταση για την ελληνοκυπριακή πλευρά μια τέτοια έκβαση; Αλλά και η Αθήνα πιστεύει ότι μια τέτοια εξέλιξη θα εξυπηρετεί τους δικούς της εθνικούς στόχους;
Ο ΔΗΣΥ έχει εκφράσει επιφυλάξεις για μια τέτοια πολιτική καθώς θεωρεί ότι αυτή αποτελεί συνταγή για απραξία και διαιώνισης του statusquo. Εκτός από την κριτική, τι προτείνει όμως ο ΔΗΣΥ; Άλλωστε η πολιτική του Προέδρου Χριστοδουλίδη δεν διαφέρει από αυτήν του Αναστασιάδη. Για το ΑΚΕΛ ο πραγματικός καταλύτης για θετικές εξελίξεις είναι το ενεργειακό. Και ενώ η επιστράτευση του ενεργειακού μπορεί όντως να αποτελέσει την απαρχή εξελίξεων το βασικό ερώτημα είναι οι συγκεκριμένες διαστάσεις και το περιεχόμενο μιας τέτοιας προσέγγισης και πρωτοβουλίας. Τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου που στήριξαν την υποψηφιότητα Χριστοδουλίδη έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το Κυπριακό. Ούτως η άλλως όμως δεν υπήρξαν συγκεκριμένες τοποθετήσεις με ξεκάθαρη πυξίδα. Ενδεχομένως για το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ να είναι πιο δύσκολα τα δεδομένα καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να περιπέσουν σε αντιφάσεις με τις ίδιες τις θέσεις τους.
Η πραγματικότητα είναι ότι τόσο στη Λευκωσία όσο και στην Αθήνα δεν υπάρχει ολοκληρωμένη πειστική στρατηγική για το Κυπριακό. Είναι καθοριστικής σημασίας να διαγνωστεί και να αξιολογηθεί το ευρύτερο περιβάλλον καθώς και τα υφιστάμενα δεδομένα για το εθνικό μας ζήτημα. Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται ότι δεν υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για μια ομοσπονδιακή λύση στο Κυπριακό. Εάν πραγματικά η πλευρά μας θεωρεί καθοριστικής σημασίας την υλοποίηση αυτού του στόχου για την αποκατάσταση της ενότητας της Κύπρου τότε πρέπει να κατανοηθεί ότι μια ενδεχόμενη επιτυχία περνά μέσα από μια εξελικτική διαδικασία. Αλλά και αυτό υπό προϋποθέσεις. Παράλληλα στα πλαίσια του νέου αναδυόμενου διεθνούς περιβάλλοντος τόσο η Λευκωσία όσο και η Αθήνα νομιμοποιούνται να προτάξουν την κατοχική διάσταση του Κυπριακού. Θα πρέπει ταυτόχρονα να τονιστεί προς πάσα κατεύθυνση ότι η αντιμετώπιση της παραβίασης του διεθνούς δικαίου δεν μπορεί να γίνεται κατά το δοκούν.
Τέλος, υπογραμμίζεται ότι ενώ η εικόνα και η πολιτική ορθότητα έχουν τη δική τους σημασία, ο πατριωτικός πραγματισμός υπαγορεύει την επικέντρωση στην ουσία. Ενώ ο μέγιστος στόχος πρέπει να παραμείνει η αποκατάσταση της ενότητας, εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια ενός λειτουργικού ομοσπονδιακού πολιτεύματος, παράλληλα είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε ως ελάχιστο στόχο τη μη επιδείνωση του status quo για την πλευρά μας. Για την επίτευξη των στόχων αυτών απαιτείται ο συντονισμός των ενεργειών Αθήνας και Λευκωσίας, ο καταρτισμός ολοκληρωμένης στρατηγικής καθώς και η ουσιαστική αναβάθμιση όλων των συντελεστών ισχύος.